Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Μια συγκλονιστική μαρτυρία για την ήττα...


Το' ξερα πως θα κατέληγε σε τραγωδία. Και τους είπα απ΄ την αρχή πως δεν συμφωνούσα για τους καινούργιους μας στρατηγούς τον Τυδέα και τον Μένανδρο.
Ήταν φρικτή εκείνη η μέρα. Η μέρα του αποχωρισμού. Γυναίκες και παιδιά, γέροι και γριές να αποχαιρετούν τους συγγενείς τους που θα πήγαιναν στον πόλεμο...εμάς δηλαδή. Η δικιά μου οικογένεια αποτελείται από τη γυναίκα μου, τους δύο μου γιούς και την μονάκριβή μου κόρη. Ράγιζε η καρδιά μου να τους βλέπω να κλαίνε, να με ικετεύουν να μείνω .Δεν γινόταν όμως, έπρεπε να πολεμήσω για την πατρίδα μου. Έτσι όπως πρέπει να σκέφτομαι τέλος πάντων. Ποτέ δεν ήμουν υπέρ του πολέμου. Ξέρω πως ποτέ δεν βγαίνει κάποιος νικητής.
Επιβιβαστήκαμε στα πλοία και ο πόλεμος ξεκίνησε. Εμείς έχοντας ορμητήριο τη Σάμο λεηλατήσαμε πρώτα τη γη του βασιλιά κι έπειτα ετοιμαστήκαμε για ναυμαχία εναντίoν της Χίου και της Εφέσου. Καθώς πλέαμε από τη Χίο πήραμε διαταγή να ανοιχτούμε στο πέλαγος αφού η Ασία ήταν εχθρός μας. Έτσι εμείς και τα εκατόν ογδόντα πλοία μας ακολουθήσαμε τον Λύσανδρο και τον στόλο του στον Ελεούντα της Χερσονήσου. Έχω ακούσει πολλά γι' αυτόν. Λένε ότι είναι πολύ έξυπνος και πως έχει κοφτερό μυαλό.
Τέλος πάντων εκεί που ξεκουραζόμασταν και τρώγαμε όλοι μαζί ο Περικλής, ένας από τους στρατιώτες ήρθε φουριόζος αναγγέλοντάς μας πως ο Λύσανδρος κατέλαβε τη συμμαχική μας πόλη, τη Λάμψακο! Μας κόπηκε όλους η όρεξη που είχαμε για φαϊ. Δεν το πιστεύαμε πως η πόλη είχε καταστραφεί ολοσχερώς!!!
Αμέσως πήραμε διαταγή και αράξαμε στη Σηστό και απο κει στους Αιγός Ποταμούς για να είμαστε αντιμέτωποι με τον εχθρό. Εκείνο το βράδυ όλοι κοιμήθηκαν, για να έχουν δυνάμεις το πρωί, εκτός απο μένα. Δέν είχα όρεξη για ύπνο. Φοβόμουν…Φοβόμουν μην γίνει καμιά στραβή και μας πιάσουν στον ύπνο.
Ευτυχώς όμως δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Το άλλο πρωί παραταχθήκαμε μπροστά από το λιμάνι έτοιμοι για ναυμαχία, έτοιμοι για το τέλος μας. Εκεί όμως έγινε κάτι παράξενο. Περιμέναμε, περιμέναμε, οι ώρες περνούσαν μα ο Λύσανδρος δεν έκανε ούτε βήμα. Ετσι γυρίσαμε πίσω αφού άρχισε να νυχτώνει. Όλοι έλεγαν πως ήταν δειλός ο Λύσανδρος, πως φοβόταν να μας αντιμετωπίσει και τον υποτιμούσαν. Για μια στιγμή κι εγώ ο ίδιος το πίστεψα αφού επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις για τις επόμενες τέσσερις μέρες. Πολύ γρήγορα όμως απέδειξε την εξυπνάδα του.
Ακούστηκε πως ο Αλκιβιάδης ήρθε και μίλησε στους στρατηγούς μας προτείνοντας τους ένα καλύτερο μέρος για να αγκυροβολήσουμε αφού για τον εφοδιασμό μας  χρειαζόταν να περπατήσουμε δεκαπέντε στάδια και ήταν μεγάλο χάσιμο χρόνου. Και όντως ήταν πολύ σωστή η παρατήρηση του, όμως πιστεύω πως οι στρατηγοί μας απ' τον εγωισμό τους και την ανοησία τους  απέρριψαν τις συμβουλές του και τον έδιωξαν!!!
Και αυτό ήταν το μεγαλύτερό μας λάθος. Ήταν η τελευταία μας ευκαιρία να σωθούμε ή και ακόμα να νικήσουμε. Αλλά έτσι είναι, όταν οι αρχηγοί επιλέγουν λάθος, τότε όλοι την πληρώνουν.
 Την άλλη μέρα το πρωί  όλοι χασομερούσαμε… άλλοι πήγαιναν στη Σηστό για να φέρουν εφόδια, άλλοι ασχολούνταν με τα όπλα τους και άλλοι απλά κοιμόντουσαν. Ξαφνικά ακούμε μια φωνή να δίνει σήμα να ανέβουμε στα πλοία!!! Από μακριά βλέπουμε τα πλοία του Λυσάνδρου να κατευθύνονται κατά πάνω μας!!! .Εγώ μέσα στον πανικό μου δεν ήξερα που να πρωτοπάω και τι να πρωτοκάνω .Όλοι ήμασταν σκόρπιοι, μόνο το πλοίο του Κόνωνα μαζί με άλλα εφτά πλοία ήταν γεμάτα. Προς κακή τύχη όσων απομείναμε στην ακτή, βλέπουμε τον Θώρακα, σύμμαχο των Σπαρτιατών, να έρχεται και αυτός εναντίον μας από την ξηρά!!! Αμέσως αρπάζω το σπαθί μου και παλεύω με νύχια και με δόντια να μείνω ζωντανός. Όχι για μένα αλλά για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Δεν είχε μείνει καράβι για μας, Αυτά που απέμειναν είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Και καθώς ακούω τη φωνή ενός αλόγου, γυρνάω πίσω και ο καβαλάρης του με καρφώνει με το σπαθί του κοντά στην καρδιά.
 Βγάζω μια κραυγή και πέφτω λιπόθυμος. Τότε ήταν που πέρασε μπροστά απ' τα μάτια μου η εικόνα της…η εικόνα της οικογένειάς μου...ένιωθα τόσο γαλήνια να βλέπω τα παιδιά μου να τρέχουν χαρούμενα μες το δάσος κι εγώ να τα παρατηρώ κρατώντας τη γυναίκα μου τόσο σφιχτά! Λένε πως όταν πεθαίνεις περνά όλη σου η ζωή μπροστά απ' τα μάτια σου. Αλλά δεν ήταν ακόμα η ώρα, δεν θα πέθαινα...Μια φωνή μου φώναζε, μου έριχνε ξυλιές στο μάγουλο, επέμενε να με ξυπνήσει! Ήταν ο φίλος μου ο Ορφέας.!!! Αιμορραγούσα, όμως δεν με άφησε να πεθάνω. Αφού με σήκωσε στην πλάτη του, άρχισε να τρέχει προς τα τείχη για να γλυτώσουμε.
Πηγαίναμε πολύ μακριά, τόσο που οι φωνές των πολεμιστών σταμάτησαν να ακούγονται. Πέσαμε κάτω εξαντλημένοι, ταραγμένοι. Ο Ορφέας φρόντισε την πληγή μου…Έτσι κατάφερα να γλυτώσω.
Γυρίζω στην Αθήνα ηττημένος…
Οι στρατηγοί μας αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων!!!
Η Αθήνα, η λαμπρή μου πόλη, δε θα είναι ποτέ πια η ίδια!!! 
Ο Λύσανδρος θριάμβευσε!!!

Δανάη Δελιανίδου, Ιωάννα Βασιλειάδου


1 σχόλιο: